δημακίδιον
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
[κῐ], τό, Com. Dim. of Δήμαξ, 'magnificative' of δῆμος, Ar.Eq.823; cf. δημίδιον.
German (Pape)
[Seite 561] τό, kom. dim. zu δῆμος, Ar. Equ. 820.
Greek (Liddell-Scott)
δημᾱκίδιον: [ῑ], τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ δῆμος (πρβλ. δημίδιον), Ἀριστοφ. Ἱππ. 823.
Greek Monolingual
δημακίδιον, το (Α)
(κωμικ. υποκοριστικό του δήμος) λαουτζίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ
πιθ. από αμάρτ. δήμαξ < δήμος].
Greek Monotonic
δημᾱκίδιον: [κῐ], τό, Κωμ. υποκορ. του δῆμος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δημᾱκίδιον: τό Arph. ласк. к δῆμος.