δημακίδιον

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημᾱκίδιον Medium diacritics: δημακίδιον Low diacritics: δημακίδιον Capitals: ΔΗΜΑΚΙΔΙΟΝ
Transliteration A: dēmakídion Transliteration B: dēmakidion Transliteration C: dimakidion Beta Code: dhmaki/dion

English (LSJ)

[κῐ], τό, Com. Dim. of Δήμαξ, 'magnificative' of δῆμος, Ar.Eq.823; cf. δημίδιον.

German (Pape)

[Seite 561] τό, kom. dim. zu δῆμος, Ar. Equ. 820.

Greek (Liddell-Scott)

δημᾱκίδιον: [ῑ], τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ δῆμος (πρβλ. δημίδιον), Ἀριστοφ. Ἱππ. 823.

Greek Monolingual

δημακίδιον, το (Α)
(κωμικ. υποκοριστικό του δήμος) λαουτζίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ
πιθ. από αμάρτ. δήμαξ < δήμος].

Greek Monotonic

δημᾱκίδιον: [κῐ], τό, Κωμ. υποκορ. του δῆμος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δημᾱκίδιον: τό Arph. ласк. к δῆμος.