διατινθαλέος

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατινθᾰλέος Medium diacritics: διατινθαλέος Low diacritics: διατινθαλέος Capitals: ΔΙΑΤΙΝΘΑΛΕΟΣ
Transliteration A: diatinthaléos Transliteration B: diatinthaleos Transliteration C: diatinthaleos Beta Code: diatinqale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A = τινθαλέος, Ar.V.329.

German (Pape)

[Seite 607] = simplex, Ar. Vesp. 329, κεραυνός.

Greek (Liddell-Scott)

διατινθαλέος: -α, -ον, = τινθαλέος, Ἀριστοφ. Σφηξ. 329.

Spanish (DGE)

(διατινθᾰλέος) -α, -ον
muy ardiente, incandescente κεραυνός Ar.V.329, cf. Hsch.

Greek Monolingual

διατινθαλέος, -ον (Α) τινθαλέος
διάπυρος.

Greek Monotonic

διατινθᾰλέος: -α, -ον, = τινθαλέος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διατινθᾰλέος: пылающий (κεραυνός Arph.).