τινθαλέος
English (LSJ)
α, ον, = τινθός (boiling-hot, steam), ποτόν, λοετρά, Nic. Al. 445, 463, cf. Epic. in Arch.Pap. 7.7, Nonn. D. 2.501. (Cf. διατινθαλέος.)
German (Pape)
[Seite 1117] kochend heiß, sengend; Nic. Al. 445. 463; Nonn. D. 2, 499.
Greek (Liddell-Scott)
τινθᾰλέος: -α, -ον, = θερμός, διάθερμος, τινθαλέῳ ποτῷ «θερμῷ, διαπύρῳ» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 445· τινθαλέοις ὕδασιν, θερμοῖς, αὐτόθ. 463, Νόνν. Διον. 2, 499, κλπ.
Greek Monolingual
-α, -ον, ΜΑ
θερμός, ζεστός («τινθαλέῳ ποτῷ», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -αλέος (πρβλ. αὐαλέος), άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymology German
τινθαλέος: {tinthaléos}
Meaning: kochend heiß (Nik., Nonn. u.a.),
Composita: διατινθαλέος ‘ds. (Ar. V. 329; vgl. διάθερμος).
Etymology: Bildung wie αὐαλέος u.a. von τινθός. Bed. unklar: heißer Wasserdampf eines Kessels? (Lyk. 36); vgl. τιντόν· ἑφθόν H. (alphabet. unrichtig).
Page 2,902