Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
ὁμόω (Α) ομός
1. ενώνω, συνδέω, συνάπτω
2. εξομοιώνω.
ομόω: (только aor. pass.) соединять (ὁμωθῆναι φιλότητι Hom.).