ομόω
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
ὁμόω (Α) ομός
1. ενώνω, συνδέω, συνάπτω
2. εξομοιώνω.
ομόω: (только aor. pass.) соединять (ὁμωθῆναι φιλότητι Hom.).