ομόω

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

ὁμόω (Α) ομός
1. ενώνω, συνδέω, συνάπτω
2. εξομοιώνω.

Russian (Dvoretsky)

ομόω: (только aor. pass.) соединять (ὁμωθῆναι φιλότητι Hom.).