πολυστέλεχος
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A παλίουρος AP9.312 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 673] von od. mit vielen Stämmen, παλίουρος, Zonas 5 (IX, 312).
Greek (Liddell-Scott)
πολυστέλεχος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ στελέχη, Ἀνθ. Π. 9. 312 ― πολυστελέχης, ες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux troncs nombreux.
Étymologie: πολύς, στέλεχος¹.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πολυστελέχης.
Greek Monotonic
πολυστέλεχος: -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς μίσχους, στελέχη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολυστέλεχος: многоствольный (παλίουρος Anth.).