ἀγκομίζω

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.

English (Slater)

ἀγκομίζω v. ἀνακομίζω.

Greek Monotonic

ἀγκομίζω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κομίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκομίζω: Pind. = ἀνακομίζω.