πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.
ἀγκομίζω v. ἀνακομίζω.
ἀγκομίζω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κομίζω.
ἀγκομίζω: Pind. = ἀνακομίζω.