ἀλφηστικός
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀλφηστής 11, Arist.Fr.307, Diocl. Fr.135.
German (Pape)
[Seite 112] derselbe Fisch, Arist. bei Ath. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφηστικός: ὁ, = ἀλφηστής, ΙΙ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 290.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
ict. maragota, Labrus merula L., Arist.Fr.307, Diocl.Fr.135.
Greek Monolingual
ἀλφηστικός, ο (Α) ἀλφηστής
1. ο αλφηστής
2. ο ένας πίσω από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες).
Russian (Dvoretsky)
ἀλφηστικός: ὁ рыба, предполож. губан Arst.