ἐκπεπληγμένως

From LSJ
Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεπληγμένως Medium diacritics: ἐκπεπληγμένως Low diacritics: εκπεπληγμένως Capitals: ΕΚΠΕΠΛΗΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ekpeplēgménōs Transliteration B: ekpeplēgmenōs Transliteration C: ekpepligmenos Beta Code: e)kpeplhgme/nws

English (LSJ)

Adv., διακεῖσθαι to be in a state

   A of panic, D.Prooem. 39.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεπληγμένως: ἐπίρρ., ἐκπ. διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec frayeur.
Étymologie: ἐκπεπληγμένον, part. pf. Pass. de ἐκπλήττω.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἐκπλήσσω con pánico ἐ. διακεῖσθαι D.Prooem.39.1.

Greek Monolingual

βλ. εκπλήττω.

Greek Monotonic

ἐκπεπληγμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπλήσσω, μέσα σε κατάσταση πανικού, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεπληγμένως: в паническом страхе (διακεῖσθαι Dem.).