δεξιόφιν

From LSJ
Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source

German (Pape)

[Seite 547] Homer einmal, Iliad. 13, 308, s. δεξιός.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιόφιν: ἴδε ἐν λ. δεξιός.

French (Bailly abrégé)

v. δεξιός.

Spanish (DGE)

v. δεξιός.

Greek Monolingual

δεξιόφιν (Α)
(επικ. γεν.) φρ. «ἐπὶ δεξιόφιν» — προς τα δεξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + (κατάλ.) -φι (ν), αρχαία οργανική πτώση (πρβλ. επικ. δοτ. βίῃφι)].

Greek Monotonic

δεξιόφιν: Επικ. γεν. του δεξιός.

Russian (Dvoretsky)

δεξιόφιν: gen. и voc. к δεξιός.