δεξιόφιν
From LSJ
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
German (Pape)
[Seite 547] Homer einmal, Iliad. 13, 308, s. δεξιός.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιόφιν: ἴδε ἐν λ. δεξιός.
French (Bailly abrégé)
v. δεξιός.
Spanish (DGE)
v. δεξιός.
Greek Monolingual
δεξιόφιν (Α)
(επικ. γεν.) φρ. «ἐπὶ δεξιόφιν» — προς τα δεξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + (κατάλ.) -φι (ν), αρχαία οργανική πτώση (πρβλ. επικ. δοτ. βίῃφι)].
Greek Monotonic
δεξιόφιν: Επικ. γεν. του δεξιός.
Russian (Dvoretsky)
δεξιόφιν: gen. и voc. к δεξιός.