συνθηρατής
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who joins in quest of, τῶν φίλων X.Mem.3.11.15.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compagnon de chasse.
Étymologie: συνθηράω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνθηρῶ
αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον.
Greek Monotonic
συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει μέρος από κοινού με άλλους στο κυνήγι, τινός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνθηρᾱτής: οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν φίλων Xen.).