συνθηράω

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθηράω Medium diacritics: συνθηράω Low diacritics: συνθηράω Capitals: ΣΥΝΘΗΡΑΩ
Transliteration A: synthēráō Transliteration B: synthēraō Transliteration C: synthirao Beta Code: sunqhra/w

English (LSJ)

A hunt together, join in the chase, Id.An.5.3.10; τινι or τισι with one, Id.Cyr.3.1.14,38.
2 catch or find together, in Med., σὺν δέ νιν θηρώμεθα S.Ant.433:—Pass., χεῖρες.. συνθηρώμεναι hands caught and bound together, Id.Ph.1005.

French (Bailly abrégé)

συνθηρῶ :
1 chasser ensemble ou avec;
2 fig. prendre ensemble.
Étymologie: σύν, θηράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηράω samen (met...) jagen, mee op jacht gaan (met), met dat. met iem.; med. ook in tmesis, overdr. met acc. op iets/ iem.:.: σὺν... νιν θηρώμεθ’ εὐθὺς wij belaagden haar direct samen Soph. Ant. 433.

German (Pape)

mit oder zugleich jagen, fangen, Xen. Cyr. 3.1.14; im pass., Soph. Phil. 993; χεῖρες συνθηρώμεναι, zusammengezwängte Hände.

Russian (Dvoretsky)

συνθηράω:
1 вместе охотиться (τινι Xen.);
2 тж. med. совместно ловить, хватать (τινα Soph. - in tmesi): χεῖρες ὑπό τινος συνθηρώμεναι Soph. схваченные кем-л. руки.

Greek Monotonic

συνθηράω: μέλ. -άσω [ᾱ],
1. κυνηγώ μαζί, πηγαίνω για κυνήγι μαζί με άλλους, σε Ξεν.· τινί, με κάποιον, στον ίδ.
2. συλλαμβάνω, «πιάνω», κερδίζω, αποκτώ κάτι, στη Μέσ., σε Σοφ. — Παθ., χεῖρες συνθηρώμεναι, χέρια που τα έπιασαν και τα έδεσαν μαζί, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηράω: κυνηγῶ ὁμοῦ, συνεξέρχομαι εἰς θήραν μετά τινος, συγκυνηγῶ, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 10· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 1, 14 καὶ 38. 2) συλλαμβάνωεὑρίσκω ὁμοῦ, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σὺν δέ νιν θηρώμεθα Σοφ. Ἀντ. 433· ― οὕτως ἐν τῷ παθητ., χεῖρες συνθηρώμεναι, συνειλημμέναι καὶ ὁμοῦ δεσμευθεῖσαι, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1005.

Middle Liddell

fut. άσω
1. to hunt together, join in the chase, Xen.; τινί with one, Xen.
2. to catch or find together, in Mid., Soph.:—Pass., χεῖρες συνθηρώμεναι hands caught and bound together, Soph.