ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Full diacritics: κίνδυν | Medium diacritics: κίνδυν | Low diacritics: κίνδυν | Capitals: ΚΙΝΔΥΝ |
Transliteration A: kíndyn | Transliteration B: kindyn | Transliteration C: kindyn | Beta Code: ki/ndun |
ῡνος, ὁ,
A v. κίνδυνος.
κίνδυν: -ῡνος, ὁ, ἴδε κίνδυνος, ἐν ἀρχ.
κίνδυν, -υνος, ὁ (Α)
βλ. κίνδυνος.
κίνδυν: ὁ, только gen. κίνδῡνος и dat. κίνδῡνι Sappho = κίνδυνος.