συνδιαμένω
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
A stand one's ground with others, X.Cyr.4.5.53, Arist.EE1235b9; to be fixed also, Gal.18(2).767.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. μένω), mit od. zugleich verbleiben u. aushalten, Xen. Cyr. 4, 5, 53.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω ὁμοῦ, συγκαρτερῶ, τηρῶ τὴν θέσιν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 53, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 1, 13.
French (Bailly abrégé)
rester jusqu’au bout avec.
Étymologie: σύν, διαμένω.
Greek Monolingual
Α διαμένω
1. παραμένω μαζί με άλλον
2. στερεώνομαι ακόμη πιο πολύ.
Greek Monolingual
Α διαμένω
1. παραμένω μαζί με άλλον
2. στερεώνομαι ακόμη πιο πολύ.
Greek Monotonic
συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω από κοινού με άλλους, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαμένω: 1) оставаться вместе Xen.;
2) проявлять выдержку, быть стойким (ἐν ἀτυχίαις Arst.).