θέραψ

From LSJ
Revision as of 08:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέραψ Medium diacritics: θέραψ Low diacritics: θέραψ Capitals: ΘΕΡΑΨ
Transliteration A: théraps Transliteration B: theraps Transliteration C: theraps Beta Code: qe/ray

English (LSJ)

ᾰπος, ὁ, poet.,= θεράπων, rare in sg., Epigr.Gr.415.3 (Alexandria): acc., Βακχιακὸν θέραπα (of Anacreon) APl.4.306.10 (Leon.), cf.IGRom.4.1655 (Notium): usu. in nom. pl.,

   A θέραπες E.Ion94(anap.), Supp.762, Ion Eleg.2.2, Maiist.14, AP12.229 (Strato): acc. pl. θέραπας in late Prose, Ant.Lib.13.4, 20.5.

German (Pape)

[Seite 1200] απος, ὁ, = Vorigem; οἱ θέραπες Eur. Suppl. 762 Ion 99; Strat. 71 (XII, 229); βακχιακὸν θέραπα Leon. Tar. 37 (Plan. 306).

Greek (Liddell-Scott)

θέραψ: ᾰπος, ὁ, σπάν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ θεράπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 4709· αἰτ. θέραπα Ἀνθ. Πλαν. 306. 10· ἀλλὰ συνήθως κατ’ ὀνομ. πληθ. θέραπες, Εὐρ. Ἴωνι 94, Ἱκέτ. 762, Ἴων Χῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 2, Ἀνθ. Π. 12. 229, Πολυδ. Ϛ΄, 122.

French (Bailly abrégé)

απος (ὁ) :
c. θεράπων serviteur.
Étymologie: pê de θέρω.

Greek Monolingual

θέραψ, ὁ (Α)
θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θεράπων.
ΠΑΡ. θεραπεύω
αρχ.
θεράπιον, θεραπίς.

Greek Monotonic

θέραψ: -ᾰπος, ὁ, σπάνιος ποιητ. τύπος αντί θεράποντος· ονομ. πληθ. θέραπες, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θέραψ: ᾰπος ὁ (только nom. pl. θέρᾰπες) Eur., Anth. = θεράπων I.