σορέλλη
English (LSJ)
nickname of an old man,
A with one foot in the grave (cf. σοροδαίμων, σορόπληκτος), Ar.Fr.198.
German (Pape)
[Seite 913] Ar. Daetal. fr. 16, von σορός, wie σοροδαίμων, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, s. Phot.; bei Diogen. 2, 58 steht τορέλλη, bei Eust. 1289, 15 σορέλλην.
Greek (Liddell-Scott)
σορέλλη: σκωπτικὸν ὄνομα γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-δαίμων, σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, ἔνθα ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
παρωνύμιο γέροντα που βρίσκεται στο χείλος του τάφου, που έχει το ένα του πόδι στον τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. σορός με επίθημα -έλλη, πιθ. υποκοριστικό].
Russian (Dvoretsky)
σορέλλη: ἡ σορός ирон. (о дряхлом старике) стоящий одной ногой в могиле, старая развалина Arph.