ποταμιαῖος

From LSJ
Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμιαῖος Medium diacritics: ποταμιαῖος Low diacritics: ποταμιαίος Capitals: ΠΟΤΑΜΙΑΙΟΣ
Transliteration A: potamiaîos Transliteration B: potamiaios Transliteration C: potamiaios Beta Code: potamiai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = ποτάμιος (which is v. l. in Arist.), Arist.Mete.353b28, Ruf.Fr.66.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμιαῖος: -α, -ον, = ποτάμιος, (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ποτάμιος («ποταμιαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμιαῖος: Arst. = ποτάμιος.