κυλικεῖον
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
τό,
A sideboard, stand for drinking-vessels, Ar.Fr.104, Anaxandr.29, Eub.62, PCair.Zen.14.9 (iii B.C.). II carousal, Cratin.Jun.9.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλῐκεῖον: τό, τράπεζα οἰνοπωλείου ἢ οἰκίας, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐτίθεντο τὰ ποτήρια, σκευοθήκη ποτηρίων, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 460D. ΙΙ. συμπόσιον, Κρατῖν. Νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
armoire où l’on serre les coupes et vases à boire.
Étymologie: κύλιξ.
Russian (Dvoretsky)
κῠλῐκεῖον: τό шкаф для винной посуды, буфет Arph.