δυσωπία

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσωπία Medium diacritics: δυσωπία Low diacritics: δυσωπία Capitals: ΔΥΣΩΠΙΑ
Transliteration A: dysōpía Transliteration B: dysōpia Transliteration C: dysopia Beta Code: duswpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A confusion of face, shamefacedness, Phld.Lib. p.24 O., Ph.2.603 (pl.), Plu.2.95b; false modesty, ib.528e, al.; cause for shame, ib.707e, Cic.Att.13.33.2; δυσωπίαν habere, to have an ugly look, ib.16.15.2; τὰς δ. (v.l. δυστροπίας) τὰς ἐν τοῖς διαπορηθεῖσι dub. in Ph.1.330.

German (Pape)

[Seite 692] ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore.

Greek (Liddell-Scott)

δυσωπία: ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική αἰδώς, ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην κάτω βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν μέχρι τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- αἰτία ἐντροπῆς, αὐτόθι 707D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trouble du visage ; fausse honte.
Étymologie: δυσωπέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I como sentimiento subjet.
1 desconcierto, confusión τοῦτο ... ὑποβάλλειν καὶ τὴν περὶ τὰς ὑπουργίας ἀνωμαλίαν καὶ δυσωπίαν esto sugiere también desigualdad y confusión acerca de las ayudas ref. a la amistad, Plu.2.95b, πρὸς δυσωπίαν τῶν λογικῶν Origenes Cels.4.81, cf. Ph.1.330, Clem.Al.Strom.4.16.104
turbación o embarazo προτερεῖν ἢ ἀπολείπεσθαι τοῦ κεκληκότος πρὸς ἕτερον ἔχει τινὰ δυσωπίαν adelantarse o irse después que el que ha invitado a uno es embarazoso Plu.2.707d, cf. Cic.Att.309.2.
2 vergüenza ὅταν δέ τις ὀφείλων χρέος μὴ ἀποδῷ, περιακολουθοῦσιν οἱ παῖδες ἔχοντες θυλάκιον εἰς δυσωπίαν Arist.Fr.611.44, cf. Cic.Att.426.2.
3 falsa vergüenza, timidez excesiva, condescendencia tít. de un tratado moral de Plutarco, Phryn.160, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν μέχρι τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Plu.2.528e, cf. 529f, 530a, Phld.Lib.fr.50.2, A.Andr.Gr.31.6.
II como n. de acción
1 insistencia ref. a la oración, Gr.Nyss.Thdr.71.2.
2 persuasión τοῦ πλήθους Hom.Clem.3.64
disuasión τιθέντες ... τὸ σημεῖον ... εἰς δυσωπίαν τοῦ ἀγγέλου poniendo la señal para disuadir al ángel de que no había que matar al primogénito, Melit.Pasch.91.

Greek Monolingual

δυσωπία, η (Α)
1. ντροπή
2. αιτία ή αφορμή ντροπής
3. αηδιαστική όψη.

Russian (Dvoretsky)

δυσωπία: ἡ смущение, застенчивость, робость Plut.