ἀντλιαντλητήρ
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A bucket, Men.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντλιαντλητήρ: ὁ, καδίσκος, «κουβᾶς», πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, καὶ κάδους οὐ δεῖ λέγειν, ἀλλ’ ἀντλιαντλητῆρας Μένανδ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ ἢ Μεσσηνίᾳ» 1, (Α. Β. 411. 12), ἴδε Meineke.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ cubo Men.Fr.269.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀντλιαντλητήρ: ῆρος ὁ черпалка, ковш Men.