ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
3ᵉ pl. impf. Pass. de σκιάω.
σκιόωντο: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του σκιάω.
σκιόωντο: эп. 3 л. pl. impf. к σκιάω.