ἔδεκτο

From LSJ
Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek (Liddell-Scott)

ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. de ἐδέγμην.

English (Autenrieth)

see δέχομαι.

Greek Monotonic

ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔδεκτο: и δέκτο 3 л. sing. ppf. pass. к δέχομαι.