Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.
3ᵉ sg. de ἐδέγμην.
see δέχομαι.
ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.
ἔδεκτο: и δέκτο 3 л. sing. ppf. pass. к δέχομαι.