διατριβικός
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
English (LSJ)
ή, όν,
A scholastic, pedantic, of persons, Plb.12.26d.6; λόγοι ib.25k.2; ῥητορική Phld.Rh.2.65 S.; οἱ δ. ib.1.32 S.
German (Pape)
[Seite 608] ή, όν, schulmäßig, tadelnd neben μειρακιώδης Pol. exc. Vatic.
Greek (Liddell-Scott)
διατρῐβικός: -ή, -όν, σχολαστικός, Πολύβ. Ἐκλ. σ. 395 (Mai).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I culto, cultivado, estudiado ῥητορική Phld.Rh.2.65
•peyor. pedante λόγοι de los discursos que atribuye Timeo a personajes históricos, Plb.12.25k.2, 26d.6, 25i.5.
II subst.
1 ὁ δ. persona culta, cultivado, ejercitado en ret., Phld.Rh.2.47Aur.
2 τὰ δ. cursos, escuelas de retórica y filosofía τοῖς διατριβικοῖς οἱ π[ρο] σιόντες los que acuden a escuelas de retórica Epicur.53U., cf. Phld.Rh.2.81Aur., ἡ τῶν διατριβικῶν τέχνη Phld.Rh.2.253Aur.
Greek Monolingual
διατριβικός, -ή, -όν (Α)
σχολαστικός.
Russian (Dvoretsky)
διατρῐβικός: школьнический, школярский Polyb.