Τειρεσίας
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Tirésias, devin célèbre de Thèbes.
Étymologie:.
English (Slater)
Τειρεσίας a seer of Thebes. γείτονα δ' ἐκκάλεσεν Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (sc. Ἀμφιτρύων) (N. 1.61) ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (Pauw: Τειρεσίαο πυκιναῖς codd.) (I. 7.8)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
μυθ. ξακουστός Θηβαίος μάντης, γιος του Ευήρους και της Χαρικλούς, στενής φίλης της θεάς Αθηνάς, ο οποίος ήταν επίσημος σύμβουλος τών Θηβαίων βασιλέων του οίκου τών Λαβδακιδών και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Λαΐου και του Οιδίποδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρας.
Russian (Dvoretsky)
Τειρεσίᾱς: ου и Τειρεσίης, эп. αο ὁ Тиресий (слепой фиванский прорицатель при Эдипе) Hom., Pind., Soph., Eur.