βλητέον

From LSJ
Revision as of 09:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλητέον Medium diacritics: βλητέον Low diacritics: βλητέον Capitals: ΒΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: blētéon Transliteration B: blēteon Transliteration C: vliteon Beta Code: blhte/on

English (LSJ)

   A one must throw or put, Ev.Marc.2.22.

Greek (Liddell-Scott)

βλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ῥίψῃ ἢ θέσῃ, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. β΄ 22.

Spanish (DGE)

hay que echar, hay que verter οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. Eu.Marc.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι γαστήρ, μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635
fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.

Greek Monotonic

βλητέον: ρημ. επίθ. του βάλλω, πρέπει κανείς να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βλητέον: NT adj. verb. к βάλλω.