παρθέμενος

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρθέμενος: ἴδε παρατίθημι.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Moy. épq. de παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

παρθέμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

παρθέμενος: эп. part. aor. 2 med. к παρατίθημι.