παρθέμενος
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
Greek (Liddell-Scott)
παρθέμενος: ἴδε παρατίθημι.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
παρθέμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παρατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
παρθέμενος: эп. part. aor. 2 med. к παρατίθημι.