ψευδονύμφευτος

From LSJ
Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

German (Pape)

[Seite 1395] γάμος, falsche, nicht wirklich vollzogene Heirath, Eur. Hel. 888.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδονύμφευτος: γάμος, ὁ ψευδής, ὁ κατὰ προσποίησιν γάμος, Εὐρ. Ἑλ. 889.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est un mariage simulé, un mariage blanc.
Étymologie: ψευδής, νυμφεύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) φρ. «γάμους... ψευδονυμφεύτους» — εικονικός γάμος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -νύμφευτος (< νυμφεύω)].

Russian (Dvoretsky)

ψευδονύμφευτος: (о браке) ложный, мнимый, недействительный (γάμοι Eur.).