ψευδονύμφευτος
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
German (Pape)
[Seite 1395] γάμος, falsche, nicht wirklich vollzogene Heirath, Eur. Hel. 888.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδονύμφευτος: γάμος, ὁ ψευδής, ὁ κατὰ προσποίησιν γάμος, Εὐρ. Ἑλ. 889.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est un mariage simulé, un mariage blanc.
Étymologie: ψευδής, νυμφεύω.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) φρ. «γάμους... ψευδονυμφεύτους» — εικονικός γάμος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -νύμφευτος (< νυμφεύω)].
Russian (Dvoretsky)
ψευδονύμφευτος: (о браке) ложный, мнимый, недействительный (γάμοι Eur.).