συντεχνάομαι
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Med.,
A assist in the art of shipbuilding, Id.Demetr.43.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνάομαι: ἀποθετ., βοηθῶ εἰς τὴν τέχνην (τῆς ναυπηγίας), Πλουτ. Δημήτρ. 43.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τεχνάομαι helpen bij werkzaamheden.