προσέλεκτο
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
French (Bailly abrégé)
v. προσλέγομαι.
Greek Monotonic
προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.
προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.