κυκλοβορέω

From LSJ
Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοβορέω: ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος Κυκλοβόρος ἐν Ἀττικῇ, κραυγάζω ἐναντίον τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire autant de bruit que le Cycloborus.
Étymologie: Κυκλοβόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλοβορέω [κυκλοβόρος] bruisen, razen (als een bergstroom, de Cycloborus).