κυκλοβορέω
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοβορέω: ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος Κυκλοβόρος ἐν Ἀττικῇ, κραυγάζω ἐναντίον τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire autant de bruit que le Cycloborus.
Étymologie: Κυκλοβόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλοβορέω [κυκλοβόρος] bruisen, razen (als een bergstroom, de Cycloborus).