ζορκάς
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
German (Pape)
[Seite 1140] άδος, ἡ, u. ζόρξ, ζορκός, = δορκάς, Her. 4, 192; Callim. Dian. 97.
Greek (Liddell-Scott)
ζορκάς: -άδος, ἡ ἴδε ἐν λ. δορκάς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
ion. c. δορκάς, animal.
Greek Monolingual
ζορκάς, (-άδος) και ζόρξ, (-κός), ή (Α)
διαφ. τ. του δορκάς
ζαρκάδι.
Greek Monotonic
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζορκάς -άδος zie δορκάς.