Τὰ πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει → Everything flows and nothing stands still
κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].
κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.