κατακολουθέω

Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A follow after, ὀπίσω τινός LXXJe.17.16, cf. Longus 3.15 codd.: c. gen., Dioxipp.2 (s. v.l.); comply with, εἰ ταῖς τῶν ἀνθρώπων εὐχαῖς ὁ θεὸς κατηκολούθει Epicur.Fr.388; obey, νόμῳ, προστάγμασιν, LXXDa.9.10, 1 Ma.6.23; λόγῳ Plu.Lys.25; follow a historical or philosophical authority, Phld.Rh.2.146S.; Ἀράτῳ, Δημοκρίτῳ, Plb. 2.56.2, Plu.2.1108f; in fortification, κ. ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων Plb.6.42.2; emulate, imitate, ἀδυνάτοις ἐπιβολαῖς Hegetorap.Apollon. Cit.3; κ. τοῖς ἱεροῖς, mistranslation of prosecuisset, as though prosecutus esset, Plu.Cam.5: abs., obey instructions, PAmh.2.31.12 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1355] wie das simplex; Pol. 6, 42, 2 Plut. Lys. 25 u. a. Sp., im eigtl. Sinne u. übertr., εἰ δὲ μιᾷ (τέχνῃ) κατακολουθητέον S. Emp. adv. eth. 175; τῷ νόμῳ, gehorchen, Plut. adv. Stoic. 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολουθέω: ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, Λόγγος 3. 15, Ἑβδ. (Δαν. Θ΄, 10)· ὑπακούω, τῷ νόμῳ Πλουτ. Λύσ. 25· κ. ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων, ἐπιζητῶ ὀχυρὰς θέσεις πρὸς στρατοπέδευσιν, Πολύβ. 6. 42, 2·― ῥημ. ἐπίθ. κατακολουθητέον, πρέπει τις νὰ ἀκολουθήσῃ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 186., 11. 175.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’accorder avec;
2 se conformer à, obéir à, τινι.
Étymologie: κατά, ἀκολουθέω.

English (Strong)

from κατά and ἀκολουθέω; to accompany closely: follow (after).

English (Thayer)

κατακολούθω; 1st aorist participle κατακολουθησας; to follow after (see κατά, III:5): τίνι, Sept., Polybius, Plutarch, Josephus, others.)

Greek Monotonic

κατᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ μετά από κάποιον, υπακούω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ακολουθέω volgen; met dat.; overdr. van autoriteit:; φιλοσόφου λόγῳ κ. het woord van een filosoof volgend Plut. Lys. 25.5; als foute vertaling van Latijn volbrengen:. κ. τοῖς ἱεροῖς de offers volbrengen Plut. Cam. 5.6.