παραφρόνησις
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, = παραφροσύνη, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 118.
Greek (Liddell-Scott)
παραφρόνησις: ἡ, - παραφροσύνη, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 4)· - ἐν Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 16 ἀπαντᾷ ὁ τύπος παραφρονία, ἀλλὰ καὶ διάφ. γραφ. παραφροσύνη.
Greek Monolingual
-ήσεως ἡ, Α παραφρονώ
παραφροσύνη, η τρέλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραφρόνησις -εως, ἡ [παραφρονέω] delirium.