παραφρόνησις
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
English (LSJ)
παραφροσύνη, (madness, delirium, raving, wandering of mind, derangement), LxxZa.12.4, Hp.Ep.18, Herod.Med. in Rh.Mus.58.70.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, = παραφροσύνη, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 118.
Greek (Liddell-Scott)
παραφρόνησις: ἡ, - παραφροσύνη, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 4)· - ἐν Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 16 ἀπαντᾷ ὁ τύπος παραφρονία, ἀλλὰ καὶ διάφ. γραφ. παραφροσύνη.
Greek Monolingual
-ήσεως ἡ, Α παραφρονώ
παραφροσύνη, η τρέλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραφρόνησις -εως, ἡ [παραφρονέω] delirium.