κάθεμεν
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
Ep. 1pl. aor. 2 of καθίημι. καθέν, for καθ' ἕν,
A v. κατά B.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
κάθεμεν: Ἐπικ. α΄ πληθ. ἀόρ. β΄ τοῦ καθίημι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. ao.2 de καθίημι.
Greek Monotonic
κάθεμεν: Επικ. αʹ πληθ. αορ. βʹ του καθίημι.
Russian (Dvoretsky)
κάθεμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 к καθίημι.