Greek (Liddell-Scott)
παγείς: μετοχ. τοῦ παθ. ἀορ. β΄ τοῦ πήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de πήγνυμι.
Greek Monotonic
πᾰγείς: -εῖσα, -έν, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγείς ptc. aor. pass. van πήγνυμι.