παναπευθής
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ές,
A utterly inscrutable, ἀταρπός Parm.4.6.
Greek Monolingual
παναπευθής, -ές (Α)
εντελώς ανεξιχνίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπευθής «ανήκουστος, ανεξιχνίαστος»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναπευθής -ές [πᾶς, ἀπευθής] geheel onkenbaar.