μαχαιροποιός

From LSJ
Revision as of 12:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχαιροποιός Medium diacritics: μαχαιροποιός Low diacritics: μαχαιροποιός Capitals: ΜΑΧΑΙΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: machairopoiós Transliteration B: machairopoios Transliteration C: machairopoios Beta Code: maxairopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of cutlery, Ar.Av. 442, D.27.9, Plu.Dem.4, Luc.Rh.Pr.10.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιροποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 441, Δημ. 816. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, de sabres.
Étymologie: μάχαιρα, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α μαχαιροποιός)
ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -ποιός].

Greek Monotonic

μᾰχαιροποιός: -όν (ποιέω), τεχνίτης που κατασκευάζει μαχαίρια, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχαιροποιός: ὁ ножевой и сабельный мастер, ножовщик Arph., Dem., Plut.