σοῦμαι

From LSJ
Revision as of 12:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

German (Pape)

[Seite 913] zsgzgn aus σόομαι, = σεύομαι, ἔσσυμαι, sich rasch bewegen, laufen, eilen, daherstürmen; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου σοῦνται, Aesch. Pers. 25; ὁρμᾶσθε πάντες, σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ, Spt. 31; Suppl. 816. 822; φίλος σούσθω, βάτω, Soph. Ai. 1393; οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; Ar. Vesp. 458; σοῦ, σοῦ, πάλιν σοῦ, 209. – Einen lakon. aor. ἀπέσσουα hat Xen. Hell. 1, 1, 23. – Die Gramm. führen als dor. σῶμαι, σῶται an, auch σούω, = σεύω.

Greek (Liddell-Scott)

σοῦμαι: ἴδε σεύω· πρβλ. ὡσαύτως ἀπέσσουα.

French (Bailly abrégé)

c. σεύομαι, v. σεύω.

Greek Monotonic

σοῦμαι: συνηρ. τύπος του σεύομαι (σεύω).

Russian (Dvoretsky)

σοῦμαι: praes. med. к σεύω.