Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
3ᵉ pl. opt. prés. poét. de λάζομαι.
λαζοίατο: эп. 3 л. pl. opt. к λάζομαι.