λαζοίατο

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. opt. prés. poét. de λάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

λαζοίατο: эп. 3 л. pl. opt. к λάζομαι.