εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
adv.vainement, inutilement.Étymologie: μάταιος.
(ΑM ματαίως)επίρρ. βλ. μάταιος.
μᾰταίως: напрасно Soph., Plat.