ξυλοφθόρος

From LSJ
Revision as of 12:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

German (Pape)

[Seite 281] Holz verderbend, σκωλήκιον, Arist. H. A. 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφθόρος: ὁ, σκωλήκιόν τι φθεῖρον τὸ ξύλον, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 3.

Greek Monolingual

ξυλοφθόρος, ὁ, ἡ ξυλοφθόρος, τὸ (Α)
είδος σκουληκιού που καταστρέφει τα ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λινο-φθόρος.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοφθόρος: портящий древесину (σκωλήκιον Arst.).