μοναδικῶς
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
French (Bailly abrégé)
adv.
isolément, individuellement.
Étymologie: μοναδικός.
Russian (Dvoretsky)
μονᾰδικῶς: отдельно, в отдельности Plut.