τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
quiver (around) with fear, Od. 18.77†.
περιτρομέομαι: дрожать вокруг: σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Hom. он дрожал всем телом.