μεμακυῖα
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
German (Pape)
[Seite 129] part. perf. zu μηκάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μεμᾰκυῖα: «μεμυκυῖα, βληχωμένη, φωνοῦσα, βοῶσα» Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λέξ. μηκάομαι.
French (Bailly abrégé)
v. μηκάομαι.
English (Autenrieth)
see μηκάομαι.
Greek Monotonic
μεμᾰκυῖα: Επικ. αντί μεμηκυῖα, θηλ. μτχ. παρακ. του μηκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεμᾰκυῖα: part. pf. 2 f к μηκάομαι.