μελῳδητός

Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be sung, used in singing, Plu.2.389f, etc.

German (Pape)

[Seite 129] gesungen, sangbar, Plut. de ει ap. Delph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μελῳδήσῃ, εὔχρηστος ἐν τῇ μελῳδία, Πλούτ. 2. 389F, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
usité dans le chant.
Étymologie: μελῳδέω.

Greek Monolingual

μελῳδητός, -ή, -όν (ΑM) μελωδώ
αυτός που μπορεί να τον ψάλλει κάποιος με μελωδία.

Russian (Dvoretsky)

μελῳδητός: выражаемый пением Plut.