κακογείτων

Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A a bad neighbour, Call.Cer.118.    2 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα neighbour to his misery, S.Ph.692 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1299] ονος, ὁ, Unglücksgefährte; Soph. Phil. 689 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα παρ' ᾡ στόνον ἀποκλαύσειεν, keinen Gefährten des Unglücks, od. mit στόνος verbunden, das Geseufz über das Unglück, das wieder ein unangenehmer Genosse ist, vgl. Lob. Phryn. 601; κακογείτονες ἐχθροί Callim. Cer. 118.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκογείτων: -ον, γεν. ονος, κακὸς γείτων, Καλλ. εἰς Δήμ. 117· ― ἀλλ’ ἐν Σοφ. Φιλ. 692, οὐδέ τιν’ ἐγχώρων κακογείτονα, δηλ. γείτονα κακῶν, ἢ ἐν κακοῖς, ἵνα ᾖ πλησίον αὐτοῦ ὅταν πάσχῃ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
voisin de malheur, qui est proche du malheur.
Étymologie: κακός, γείτων.

Greek Monolingual

κακογείτων, -ον (Α)
ο κακός γείτονας.

Greek Monotonic

κᾰκογείτων: -ον, γεν. -ονος, κακός γείτονας ή αυτός που βρίσκεται κοντά στην δυστυχία κάποιου, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακογείτων -ον, gen. -ονος [κακός, γείτων] buurman van zijn ongeluk.