πηνήκη

From LSJ
Revision as of 14:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνήκη Medium diacritics: πηνήκη Low diacritics: πηνήκη Capitals: ΠΗΝΗΚΗ
Transliteration A: pēnḗkē Transliteration B: pēnēkē Transliteration C: piniki Beta Code: phnh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A false hair, wig, Luc.DMeretr.5.3, 11.4, 12.5: distd. from ἔντριχον and προκόμιον, Phot., cf. Poll.2.30, 10.170.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, s. πηνίκη.

Greek (Liddell-Scott)

πηνήκη: πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. πηνίκη.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α
φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»].

Russian (Dvoretsky)

πηνήκη: v. l. πηνίκη ἡ парик Arph., Luc.